Χειρουργική εγκεφάλου

Κακώσεις | Γενικές πληροφορίες

Τραυματική εγκεφαλική βλάβη (traumatic brain injury)
Τραυματική εγκεφαλική βλάβη, συμβαίνει όταν μια εξωγενής δύναμη προκαλεί κάκωση στον εγκέφαλο. Ταξινομείται ανάλογα με τη βαρύτητα, τον μηχανισμό (κλειστή ή διεισδυτική κρανιοεγκεφαλική κάκωση), ή ανάλογα με άλλα χαρακτηριστικά (π.χ., συμβαίνει σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή είναι διάχυτη). Ο όρος κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνήθως αναφέρεται στην τραυματική εγκεφαλική βλάβη, αλλά είναι μια πιο εκτενής κατηγορία, επειδή μπορεί να εμπλέκονται τραυματισμοί σε δομές διαφορετικές από τον εγκέφαλο, όπως το τριχωτό της κεφαλής και το κρανίο. Η διάσειση, κατά την οποία ο εγκέφαλος δονείται, είναι ο πιο κοινός τύπος τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης.


Αιτίες
Η τραυματική εγκεφαλική βλάβη είναι ιδιαίτερα κοινή, με εκτιμώμενες 10.000 σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Η τραυματική εγκεφαλική βλάβη αποτελεί σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Αιτίες είναι πτώσεις, αυτοκινητιστικά ατυχήματα, κακώσεις σε αθλήματα και εκδηλώσεις βίας. Μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν τη χρήση κανόνων ασφαλείας και της τεχνολογίας για την αποφυγή, όπως εφαρμογή προστατευτικών μέσων καθώς και προσπάθειες για τη μείωση του αριθμού των ατυχημάτων, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα και πιστή εφαρμογή του κώδικα οδικής κυκλοφορίας.


Τραυματισμός στον εγκέφαλο μπορεί να είναι αποτέλεσμα απευθείας της σύγκρουσης ή της επίδρασης της επιτάχυνσης μόνο. Έκτος από τη βλάβη που προκαλείται τη στιγμή του τραυματισμού, μπορεί να προκληθεί και δευτεροπαθής βλάβη, μια ποικιλία γεγονότων που συμβαίνουν λεπτά και μέρες μετά την κάκωση. Αυτές οι διαδικασίες, που περιλαμβάνουν αλλαγές στην αιματική ροή του εγκεφάλου και στην πίεση μέσα στο κρανίο, συνεισφέρουν σημαντικά και επιδεινώνουν τη βλάβη από τον αρχικό τραυματισμό.


Ταξινόμηση
Τραυματική εγκεφαλική βλάβη, ορίζεται η βλάβη στον εγκέφαλο συνεπεία εξωτερικών μηχανικών δυνάμεων, όπως είναι η γρήγορη επιτάχυνση ή επιβράδυνση, η σύγκρουση και η διείσδυση αντικειμένων. Η λειτουργία του εγκεφάλου επηρεάζεται προσωρινά ή μόνιμα από αυτή. Η τραυματική εγκεφαλική βλάβη ταξινομείται ανάλογα με τη βαρύτητα, τα ανατομικά χαρακτηριστικά της κάκωσης και τον μηχανισμό (τις αιτιολογικές δυνάμεις) πρόκλησης της.
Μηχανισμός

Η κατάταξη που βασίζεται στον μηχανισμό διαιρεί την τραυματική εγκεφαλική βλάβη σε κλειστή και διεισδυτική κάκωση. Η κλειστή συμβαίνει όταν ο εγκέφαλος δεν εκτίθεται. Η διεισδυτική ή ανοιχτή, κάκωση συμβαίνει όταν ένα αντικείμενο διαπερνά το κρανίο και προκαλεί ρήξη της σκληράς μήνιγγας, της εξωτερικής προστατευτικής μεμβράνης που περιβάλλει τον εγκέφαλο.
Βαρύτητα
Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις ταξινομούνται σε ήπιες, μέτριες και βαριές. Η κλίμακα κώματος Γλασκώβης, ένα παγκόσμια αποδεκτό σύστημα ταξινόμησης της τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης, μετρά το επίπεδο συνείδησης ενός ατόμου μέσω μιας κλίμακας από το 3 έως το 15, με βάση τη λεκτική και κινητική αντίδραση καθώς και του ανοίγματος των ματιών, ως απαντήσεων σε ένα ερέθισμα. Είναι γενικά αποδεκτό ότι μια τραυματική εγκεφαλική βλάβη με κλίμακα κώματος Γλασκώβης από 13 και πάνω είναι ήπια, από 9 έως 12 είναι μέτρια και από 8 και κάτω είναι βαριά. Παρόμοια συστήματα χρησιμοποιούνται για τα παιδιά.

Ανατομικά χαρακτηριστικά
Υπάρχουν επίσης συστήματα για την ταξινόμηση της τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης με βάση παθολογοανατομικά χαρακτηριστικά. Οι βλάβες μπορεί να είναι έξω-παρεγχυματικές, (συμβαίνουν εντός του κρανίου αλλά έξω από τον εγκέφαλο) ή ένδο-παρεγχυματικές (συμβαίνουν εντός του εγκεφαλικού ιστού). Η βλάβη από την κάκωση μπορεί να είναι εστιακή ή διάχυτη, περιοριζόμενη σε συγκεκριμένες περιοχές ή έχοντας πιο ευρεία κατανομή, αντιστοίχως. Ωστόσο, είναι συχνό και οι δύο παραπάνω  τύποι της κάκωσης να συνυπάρχουν. Η διάχυτη βλάβη εμφανίζεται ως μικρή διαταραχή στις απεικονιστικές μεθόδους (πολλές φορές απεικονίζεται μόνο σε μαγνητικές και όχι σε αξονικές τομογραφίες), γίνεται όμως αντιληπτή λόγω της βαρύτητας των συμπτωμάτων. Οι τύποι της κάκωσης που θεωρούνται διάχυτοι περιλαμβάνουν τη διάσειση και τη διάχυτη αξονική βλάβη, ευρεία βλάβη των νευρώνων που περιλαμβάνει τη λευκή ουσία και τα εγκεφαλικά ημισφαίρια. Στην εγκεφαλική θλάση (εκχύμωση του εγκεφαλικού ιστού), αίμα αναμιγνύεται με φυσιολογικό εγκεφαλικό ιστό. Σε αντίθεση, η ενδοεγκεφαλική αιμορραγία αφορά σε αιμορραγία η οποία δεν αναμιγνύεται με εγκεφαλικό ιστό. Τα αιματώματα, επίσης εστιακές βλάβες, είναι συλλογές αίματος στον ή γύρω από τον εγκέφαλο που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα αιμορραγίας. Η ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, αιμορραγία στον εγκεφαλικό ιστό, είναι μια ενδοπαρεγχυματική βλάβη. Εξωπαρεγχυματικές βλάβες περιλαμβάνουν το επισκληρίδιο αιμάτωμα, το υποσκληρίδιο αιμάτωμα, την υπαραχνοειδή και την ενδοκοιλιακή αιμορραγία. Το επισκληρίδιο αιμάτωμα αφορά σε αιμορραγία στην περιοχή μεταξύ του κρανίου και της σκληράς μήνιγγας, η εξωτερική από τις τρεις προστατευτικές μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο. Στο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, αιμορραγία υπάρχει μεταξύ της σκληράς και της αραχνοειδούς μήνιγγας. Η υπαραχνοειδής αιμορραγία συμβαίνει μεταξύ αραχνοειδούς και χοριοειδούς μήνιγγας. Στην ενδοκοιλιακή αιμορραγία υπάρχει αίμα στις κοιλίες του εγκεφάλου.


Μηχανισμός και Παθοφυσιολογία

Φυσικές δυνάμεις
Ο τύπος, η κατεύθυνση, η ένταση και η διάρκεια των δυνάμεων, όλα συνεισφέρουν στα χαρακτηριστικά και στη βαρύτητα της τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης. Ακόμα και σε απουσία πρόσκρουσης, σημαντική επιτάχυνση ή επιβράδυνση της κεφαλής μπορεί να προκαλέσει τραυματική εγκεφαλική βλάβη. Ωστόσο τις περισσότερες φορές υπεύθυνος είναι ο συνδυασμός σύγκρουσης και επιτάχυνσης. Το βίαιο κούνημα ενός βρέφους, το λεγόμενο σύνδρομο του σειομένου βρέφους, εκδηλώνεται ως διάχυτη βλάβη. Βλάβη μπορεί να προκληθεί κάτω από το σημείο της πρόσκρουσης, ή μπορεί να συμβεί στην αντίθετη πλευρά (κάκωση εξ αντιτυπίας).

Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής βλάβη
Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που καταλήγουν εξαιτίας κάποιου είδους κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, δεν αποβιούν επιτόπου, αλλά μέρες έως εβδομάδες μετά το συμβάν. Αντί να βελτιώνονται μετά την είσοδο στο νοσοκομείο, σε 40% των ασθενών με τραυματική εγκεφαλική βλάβη, παρατηρείται επιδείνωση, η οποία δεν οφείλεται στην πρωτοπαθή εγκεφαλική βλάβη (η βλάβη που συμβαίνει τη στιγμή της κάκωσης όταν οι ιστοί και τα αγγεία διατείνονται, συμπιέζονται και ρήγνυνται). Οφείλεται στη δευτεροπαθή βλάβη, ένα σύμπλεγμα κυτταρικών και βιοχημικών διαδικασιών που ξεκινούν λεπτά έως μέρες μετά την κάκωση. Αυτές οι δευτερογενείς διαδικασίες μπορούν να επιδεινώσουν δραματικά τη βλάβη που προκαλείται από την κάκωση και ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό των θανάτων από τραυματική εγκεφαλική βλάβη που συμβαίνουν στα νοσοκομεία.

Στη δευτερογενή βλάβη περιλαμβάνεται ρήξη του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, απελευθέρωση παραγόντων που προκαλούν φλεγμονή, υπερβολική απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών, είσοδος ασβεστίου και νατρίου στο εσωτερικό των νευρώνων και δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων. Τραυματισμένοι νευράξονες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου μπορεί να διαχωριστούν από το κυτταρικό σώμα σαν αποτέλεσμα της δευτερογενούς βλάβης, με συνέπεια το θάνατό τους. Άλλοι παράγοντες της δευτερογενούς βλάβης είναι αλλαγές στην αιματική ροή του εγκεφάλου. Ισχαιμία (ανεπαρκής αιματική ροή), εγκεφαλική υποξία (ανεπάρκεια οξυγόνου στον εγκέφαλο), εγκεφαλικό οίδημα (πρήξιμο του εγκεφάλου) και αυξημένη ενδοκράνια πίεση (η πίεση στο εσωτερικό του κρανίου). Η ενδοκράνια πίεση μπορεί να αυξηθεί εξαιτίας του οιδήματος ή της επίπτωσης που μπορεί να έχει μια μάζα, όπως μια αιμορραγία. Σαν αποτέλεσμα, η πίεση της αιματικής ροής του εγκεφάλου μειώνεται, με συνέπεια την ισχαιμία. Όταν η πίεση στο εσωτερικό του κρανίου αυξάνεται τόσο πολύ, μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλικό θάνατο ή εγκολεασμό, κατά τον οποίο μέρη του εγκεφάλου στραγγαλίζονται μέσα από οστέινες δομές του κρανίου.

Συμπτώματα
Τα παρακάτω είναι μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα της σοβαρής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. Τείνουν να χειροτερεύουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά όχι πάντα. Οποιοδήποτε από αυτά εμφανίζεται μετά από τραυματισμό στο κεφάλι, απαιτεί άμεση ιατρική αντιμετώπιση.

Αλλαγές ή άνισο μέγεθος μεταξύ των κορών του ματιού  Σπασμοί
Εκροή υγρού από τη μύτη, το στόμα, ή τα αυτιά (μπορεί να είναι διαυγές ή αιματηρό) Παραμόρφωση προσώπου
Κάταγμα στα οστά του κρανίου ή του προσώπου, οίδημα στην περιοχή του τραυματισμού, θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής Διαταραχή ακοής, όσφρησης, γεύσης ή όρασης
Διαταραχή στην κινητικότητα των άκρων Απώλεια συνείδησης, σύγχυση ή απόσυρση
Ευερεθιστότητα (ιδιαίτερα στα παιδιά), αλλαγές στην προσωπικότητα ή ασυνήθης συμπεριφορά Έντονος πονοκέφαλος
Πτώση στο ρυθμό της αναπνοής ή της αρτηριακής πίεσης Διαταραχή στην ομιλία ή θάμβος όρασης
Αυχενική δυσκαμψία ή έμετος Υπνηλία
Τα συμπτώματα βελτιώνονται και ξαφνικά επιδεινώνονται (αλλαγή στο επίπεδο συνείδησης) Αμνησία


Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τον τύπο της τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης (διάχυτη ή εστιακή) και από το μέρος του εγκεφάλου που την έχει υποστεί. Η απώλεια αισθήσεων τείνει να διαρκεί περισσότερο σε ασθενείς με κακώσεις στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου από ότι σε αυτούς με τραυματισμούς στη δεξιά. Τα συμπτώματα εξαρτώνται επίσης από τη βαρύτητα της κάκωσης. Στην ήπια τραυματική εγκεφαλική βλάβη, ο ασθενής μπορεί να διατηρεί τις αισθήσεις του ή να τις χάσει για λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά. Άλλα συμπτώματα της ήπιας κάκωσης περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, ναυτία, έμετο, ασυνέργεια κινήσεων, ζάλη, δυσκολία στην ισορροπία, θάμβος όρασης, αδυναμία ή λήθαργο και αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου. Διανοητικά και συναισθηματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αλλαγές συμπεριφοράς ή διάθεσης, σύγχυση και πρόβλημα με τη μνήμη, τη συγκέντρωση, την προσοχή, ή τη σκέψη. Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται και σε μέτριες και σε βαριές κακώσεις. Εστιακές βλάβες συχνά προκαλούν συμπτώματα που σχετίζονται με τις λειτουργίες τις πληγείσας περιοχής και εκδηλώνονται με τη σημειολογία της ημιπάρεσης ή της αφασίας, όταν περιοχές που αφορούν την κίνηση ή την εκφορά και κατανόηση του λόγου, αντίστοιχα, έχουν υποστεί βλάβη. 


Ασθενείς με ήπια ή βαριά τραυματική εγκεφαλική βλάβη μπορεί να έχουν πονοκέφαλο που διαρκώς εντείνεται ή δεν περνά, επαναλαμβανόμενη ναυτία ή έμετο, σπασμούς, αδυναμία αφύπνισης, διαστολή της μιας ή και των δύο κορών του οφθαλμού, διαταραχές λόγου, αδυναμία ή μουδιάσματα στα άκρα και σύγχυση ή ταραχή.


Όταν η πίεση στο εσωτερικό του κρανίου (ενδοκράνια πίεση) αυξηθεί πολύ, καθίσταται θανατηφόρος. Σημεία αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης περιλαμβάνουν πτώση του επιπέδου συνείδησης, παράλυση ή αδυναμία της μιας πλευράς του σώματος και διαστολή της κόρης του οφθαλμού, αδυναμία να συσταλεί όταν πέφτει φως επάνω της ή καθυστέρηση σε αυτή την αντίδραση. Η τριάδα του Cushing, επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού με αυξημένη αρτηριακή πίεση και καταστολή της αναπνοής, είναι κλασική ένδειξη σημαντικής ανόδου της ενδοκράνιας πίεσης. Η ανισοκορία, άνισο μέγεθος μεταξύ των κορών του ματιού, είναι άλλο ένα σημείο βαριάς τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης.


Μικρά παιδιά με μέτρια έως βαριά τραυματική εγκεφαλική βλάβη μπορεί να έχουν κάποια από αυτά τα συμπτώματα αλλά αδυνατούν να τα εκφράσουν. Άλλα σημεία που παρατηρούνται σε μικρά παιδιά περιλαμβάνουν το επίμονο κλάμα, νωθρότητα, άρνηση για λήψη τροφής και ευερεθιστότητα.


Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται στη νευρολογική εξέταση, για παράδειγμα, έλεγχος της φυσιολογικής συστολής των κορών του οφθαλμού όταν πέφτει επάνω τους φως και εκτίμηση του επιπέδου της κλίμακας κώματος Γλασκώβης. Οι απεικονιστικές εξετάσεις βοηθούν στον καθορισμό της διάγνωσης και της πρόγνωσης, καθώς και στην επιλογή ης κατάλληλης θεραπείας.

Η απεικονιστική εξέταση εκλογής στο τμήμα επειγόντων περιστατικών είναι η αξονική τομογραφία. Είναι γρήγορη, ακριβής και ευρέως διαθέσιμη. Επαναληπτικές εξετάσεις πραγματοποιούνται για να καθορισθεί η πορεία και η εξέλιξη της κάκωσης.
Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει περισσότερες λεπτομέρειες από την αξονική και προσθέτει πληροφορίες για την αναμενόμενη μακροπρόθεσμη πρόγνωση. Είναι χρήσιμη στην ανίχνευση καταστάσεων όπως η διάχυτη αξονική βλάβη, σε απώτερο χρόνο. Ωστόσο, δεν χρησιμοποιείται στο τμήμα επειγόντων λόγω της περιορισμένης ικανότητας της να ανιχνεύει πρόσφατες αιμορραγίες και κατάγματα και της μη συμβατότητας με μεταλλικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται κατά την επείγουσα αντιμετώπιση του ασθενούς.

Χρήσιμες απεικονιστικές εξετάσεις είναι συχνά οι απλές ακτινογραφίες και η αξονική ή ψηφιακή αγγειογραφία που χρησιμοποιείτε για την ανίχνευση παθολογίας από τα αγγεία όταν συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου, όπως διεισδυτική κάκωση, είναι παρόντες.  Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και ο διακρανιακός υπέρηχος επίσης χρησιμοποιούνται.


Αντιμετώπιση
Είναι σημαντικό η αντιμετώπιση να ξεκινήσει ΑΜΕΣΑ μετά το συμβάν. Ασθενείς με μέτριες έως βαριές κακώσεις είναι πιθανό να νοσηλευθούν σε μονάδα εντατικής θεραπείας κάτω από στενή νευροχειρουργική παρακολούθηση. Στην οξεία φάση το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό σταθεροποιεί τον ασθενή και προσπαθεί να προλάβει περαιτέρω (δευτεροπαθή) τραυματισμό, μιας και λίγα μπορούν να γίνουν για να αναστραφεί η αρχική βλάβη που προκλήθηκε από την κάκωση. Η φυσικοθεραπεία είναι η κύρια αντιμετώπιση για την υποξεία και τη χρόνια φάση της αποκατάστασης.

Οξεία φάση
Η αρχική αντιμετώπιση περιλαμβάνει τη μεταφορά του ασθενούς σε εξειδικευμένο κέντρο αντιμετώπισης κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Τόσο κατά τη μεταφορά, όσο και κατά την παραμονή στο νοσοκομείο, το κύριο βάρος της αντιμετώπισης πέφτει στην εξασφάλιση επαρκούς οξυγόνου στον εγκέφαλο, διατήρησης φυσιολογικής εγκεφαλικής αιματικής ροής και ελέγχου της ενδοκράνιας πίεσης, μιας και υπερβολικές αυξήσεις στην τιμή της οδηγούν σε θανατηφόρο εγκολεασμό του εγκεφαλικού παρεγχύματος.

Οι απεικονιστικές εξετάσεις είναι βοηθητικές αλλά όχι ακριβείς στην ανίχνευση αυξήσεων της ενδοκράνιας πίεσης. Πιο ακριβής μέθοδος παρακολούθησης της ενδοκράνιας πίεσης είναι η τοποθέτηση ενός καθετήρα στην μία από τις δύο πλάγιες κοιλίες του εγκεφάλου, μέθοδος που έχει το επιπλέον πλεονέκτημα της παροχέτευσης εγκεφαλονωτιαίου υγρού, μειώνοντας την ενδοκράνια πίεση. Η αντιμετώπιση της αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης μπορεί να είναι τόσο απλή όσο η ρύθμιση της κλίση του κρεβατιού του ασθενούς προκειμένου να διευκολυνθεί η ροή αίματος μέσω των φλεβών του τραχήλου. Σε ασθενείς με διαταραχή του επιπέδου συνείδησης κρίνεται απαραίτητη η διασωλήνωση και καταστολή. Σε κάποιο βαθμό η ενδοκρανιακό πίεση ρυθμίζεται και μέσω φαρμακευτικής αγωγής: υπέρτονα διαλύματα και/ή μαννιτόλη μειώνουν το οίδημα του εγκεφάλου. Ο υπεραερισμός μέσω μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής μειώνει τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα και προκαλεί αγγειοσύσπαση, που μειώνει την αιματική ροή στον εγκέφαλο και συνακόλουθα και την ενδοκράνια πίεση, δυνητικά όμως προκαλεί ισχαιμία και για αυτό χρησιμοποιείται μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα.

Μηχανική υποστήριξη της αναπνοής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλιστεί η επαρκής παροχή οξυγόνου. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι και η διατήρηση καλής αιματικής ροής προς τον εγκέφαλο. Επίσης η θερμοκρασία του σώματος πρέπει να διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα, επειδή η άνοδός της, αυξάνει τις μεταβολικές ανάγκες του εγκεφάλου. Σε περίπτωση επιληπτικών κρίσεων χορηγείται αντιεπιληπτική φαρμακευτική αγωγή.

Χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται όταν υπάρχει βλάβη με τη μορφή χωροκατακτητικής εξεργασίας ή για την αφαίρεση αντικειμένων που έχουν διεισδύσει στον εγκέφαλο. Χωροκατακτητικές εξεργασίες, όπως θλάσεις ή αιματώματα, που πιέζουν παρακείμενες δομές, θεωρούνται επείγουσες καταστάσεις και αφαιρούνται χειρουργικά. Η αποσυμπιεστική κρανιεκτομή, αφαίρεση μέρους του κρανίου στην περιοχή του κροτάφου, διενεργείται ώρες ή μέρες μετά την τραυματική εγκεφαλική βλάβη, με σκοπό τον έλεγχο των υψηλών τιμών της ενδοκράνια πίεσης.


Πρόγνωση
Η πρόγνωση γίνεται χειρότερη όσο αυξάνεται η βαρύτητα της κάκωσης. Οι περισσότερες τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες είναι ήπιες και δεν προκαλούν μόνιμη αναπηρία. Ωστόσο, όλες οι βαριές κακώσεις έχουν το ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής αναπηρίας. Μόνιμη αναπηρία προκαλείται στο 10% των ήπιων κακώσεων, στο 66% των μέτριων και στο 100% των βαριών. Οι περισσότερες ήπιες τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες ιώνται μέσα σε τρεις εβδομάδες και τέτοιοι ασθενείς ζουν φυσιολογικά και επιστρέφουν στην εργασία τους, αν και μερικοί από αυτούς έχουν διανοητικές και κοινωνικές δυσκολίες. Πάνω από 90% των ασθενών με μέτριου βαθμού κάκωση επιστρέφουν στη φυσιολογική ζωή τους, με μικρή μόνο μερίδα να χρειάζεται μόνιμη υποστήριξη. Οι περισσότεροι ασθενείς με βαριές κακώσεις είτε καταλήγουν, είτε διατηρούν μόνιμη αναπηρία. Η παρουσία μετατραυματικού κώματος είναι κακός προγνωστικός παράγοντας

Η πρόγνωση διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της βλάβης. Η υπαραχνοειδής αιμορραγία σχεδόν διπλασιάζει τη θνησιμότητα. Το υποσκληρίδιο αιμάτωμα σχετίζεται με φτωχή πρόγνωση και αυξημένη θνησιμότητα, ενώ ασθενείς με επισκληρίδιο αιμάτωμα αναμένεται να έχουν ίαση αν λάβουν έγκαιρα νευροχειρουργική αντιμετώπιση. Η διάχυτη αξονική βλάβη οδηγεί συχνά σε κώμα και έχει κακή πρόγνωση ως προς την πλήρη νευρολογική αποκατάσταση μακροπρόθεσμα.

Τα χαρακτηριστικά του ασθενούς επίσης επηρεάζουν την πρόγνωση. Παράγοντες που την κάνουν λιγότερο ευνοϊκή είναι η λήψη εξαρτησιογόνων ουσιών, η κατάχρηση αλκοόλ και ηλικία (πάνω από 60 ή κάτω από 2 έτη).